- ἀδεισιβόας
- ἀδεισι-βόας, ὁ,A not fearing the battle-cry, B.5.155, 10.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδεισιβόας — ἀδεισιβόας, ο (Α) αυτός που δεν φοβάται τη βοή, άφοβος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + βοή] … Dictionary of Greek
ἀδεισιβόαι — ἀδεισιβόας not fearing the battle cry masc nom/voc pl ἀδεισιβόᾱͅ , ἀδεισιβόας not fearing the battle cry masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεισιβόαν — ἀδεισιβόᾱν , ἀδεισιβόας not fearing the battle cry masc acc sg (epic doric aeolic) ἀδεισιβόας not fearing the battle cry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)